ειδοί

ειδοί
Ονομασία της 15ης ημέρας των μηνών Μαρτίου, Μαΐου, Ιουλίου και Οκτωβρίου και της 13ης όλων των άλλων μηνών, σύμφωνα με το ρωμαϊκό ημερολόγιο. Οι ε. είχαν σχέση με τον φωτεινό και ουράνιο χαρακτήρα του Δία, ήταν αφιερωμένες σε αυτόν και παρίσταναν τις συμβατικές πανσελήνους των σεληνιακών μηνών. ε. του Μαρτίου. Με την ονομασία αυτή έχει μείνει γνωστή στην ιστορία η ημέρα κατά την οποία, το 44 π.Χ., ο Ιούλιος Καίσαρας δολοφονήθηκε στη Σύγκλητο από τον Κάσιο και τον Βρούτο.
* * *
εἰδοί και ἰδοί, αἱ (Α)
η 13η ή η 15η ημέρα τού ρωμαϊκού μήνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εἰδοί — Tab.Defix. Aud. masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδοῖς — εἰδοί Tab.Defix. Aud. masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδούς — εἰδοί Tab.Defix. Aud. masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδώς — εἰδοί Tab.Defix. Aud. masc acc pl (doric) οἶδα see perf part act masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • καλένδες — Η πρώτη ημέρα κάθε μήνα στην αρχαία Ρώμη, που πήρε την ονομασία της εξαιτίας μιας τελετουργικής διακήρυξης (calatio), η οποία γινόταν την ημέρα αυτή. Η τελετή αυτή είχε την προέλευσή της σε χρόνους παλαιότερους από τη δημιουργία ενός ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • ԻԴՈՍ — I. ( ) NBH 1 0845 Chronological Sequence: Early classical գ. Բառ յն. εἷδος species, forma. Տեսիլ. տեսակ. կերպարան. (որպէս եւ իդիոս, ἵδιος , յատուկ, իւր, առանձինն. ա՛յլ է եւ ἱδέα idea. գաղափար ʼի միտս.) *Պղատոնեանքն՝ (եդին) աստուած, եւ հիւղ, եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • εἰδῶν — εἰ̱δῶν , εἶδος that which is seen neut gen pl (attic epic doric) εἰδοί Tab.Defix. Aud. masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”